Ειρήνη Παπά: Μια ζωντανή Καρυάτιδα «πέταξε» στον Όλυμπο των θεών

0
90

ΑΠΕ

Σα να είχε ξεφύγει από Ερέχθειο κι έτσι απλά να είχε γλιστρήσει ανάμεσά μας, για να μας θυμίζει τη θνητότητά μας. Μια ζωντανή Καρυάτιδα. Δεν έμοιαζε του κόσμου τούτου. Ολύμπια ήταν. Μια ιέρεια, μια μούσα, που στο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν η Ελλάδα του χθες, του σήμερα, του πάντα. Μια λυγερόκορμη Κόρη, δωρικής ομορφιάς, σμιλεμένη από τα χέρια  ενός δεξιοτέχνη  γλύπτη που της εμφύσησε πνοή. Μια καλλονή με ένα παρουσιαστικό καθηλωτικό. Θεωρητική, αγέρωχη, ευγενής, ντίβα αλλά και λεβέντισσα, «πανέμορφη και μεγαλοπρεπή φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της. Είναι η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών, μητέρα ενός ποταμού, πηγή ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού», όπως την είχε περιγράψει ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μανοέλ ντε Ολιβέιρα.

Ό,τι και να πει κανείς, όποιες λέξεις κι  αν προσπαθήσει να βάλει στο χαρτί, ποτέ δεν είναι αρκετές· είναι πάντοτε λίγες και λειψές  για μιλήσουν για την Ειρήνη Παπά. Αυτό το αγοροκόριτσο που ξεκίνησε  από το Χιλιομόδι Κορινθίας  για να κατακτήσει τον κόσμο. Την ηθοποιό που έσπασε τα σύνορα σε εποχές  που φάνταζε  ακατόρθωτο και κατέκτησε Τσινετσιτά και Χόλιγουντ. Την γεννημένη με το star quality καλλιτέχνιδα, το οποίο ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε. Την  πρωταγωνίστρια που ο φακός λάτρεψε αλλά η ίδια προτίμησε να τσαλακωθεί μπροστά του. Τη γυναίκα που δεν χαμογελούσε εύκολα και  που δεν δίσταζε να φωτογραφηθεί χωρίς μακιγιάζ. Το θηλυκό στον οποίο δεν αντιστάθηκε ο Μάρλον Μπράντο (μετά τη σχέση τους παρέμειναν φίλοι έως τον θάνατό του),  που γοήτευσε τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, κατέκτησε τον Άντονι Κουίν και  το ερωτεύτηκε ο βαθύπλουτος Αγά Χαν.

Η Bella Greca για τους Ιταλούς, η σπουδαία Irene Pappas για το Χόλιγουντ και το Μπρόντγουεϊ, η δική μας Ειρήνη Παπά αναπαύεται στη γειτονιά των αγγέλων, έχοντας αξιωθεί σε μια ζωή ωραία, γεμάτη, ζηλευτή. Έφυγε, πλήρης ημερών στα 96 της χρόνια, για να επιστρέψει εκεί όπου ανήκει: στο πάνθεον των αθανάτων! Αν και τη άρεσε να ζει με πάθος  κι έντονα -ξενυχτούσε, διασκέδαζε, κάπνιζε, ταξίδευε- τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο σπίτι της στην Αθήνα, έχοντας στο πλευρό της, κατόπιν επιθυμίας της, ελάχιστους πιστούς φίλους. Τα τελευταία 8 χρόνια, σχεδόν δεν έβγαινε ούτε για τη βόλτα στη γειτονιά της, στην Πλάκα, (ύστερα από μία πτώση που είχε στο δρόμο), ζούσε απομονωμένη κι απόμακρη. Τα μάτια με αυτό το μοναδικά έντονο, βαθιά μυστηριώδες κι εκφραστικό βλέμμα έκλεισαν, το πρόσωπο στο λευκό πανί έσβησε, η οθόνη σκοτείνιασε κι έπεσαν τα γράμματα του φινάλε: The end.

Τα πρώτα  χρόνια

Η Ειρήνη Παπά, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν  Ειρήνη Λελέκου, γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1926 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Οι γονείς της ήταν δάσκαλοι κι ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Είχε άλλες δύο αδελφές: την λογοτέχνιδα και ποιήτρια Δέσποινα Λελέκου-Τατάκη μητέρα του σκηνοθέτη Μανούσου Μανουσάκη και την γιατρό ακτινολόγο Ευαγγελία Λελέκου – Μανθοπούλου μητέρα του  ηθοποιού Αίαντα Μανθόπουλου. Με παραμύθια κι ιστορίες την μεγάλωσαν η μαμά και η γιαγιά της,  γεγονός που τη βοήθησε να αναπτύξει από μικρή τη φαντασία της, με αρχαία ελληνική γραμματεία και Γκαίτε ο πατέρας της ο οποίος, προοδευτικός για την εποχή του,  πίστευε στην ισότητα των δύο φύλων και αυτό δίδαξε και στις κόρες του. «Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος. Δεν υπάρχουν κύριοι και επίσημοι, αλλά άνθρωποι. Με έμαθε ότι ο σεβασμός με υποτιμάει, ενώ η αγάπη με εξυψώνει» είχε πει σε συνέντευξή της.

Μικρή έγραφε ιστορίες που της «ζωντάνευαν» οι αυτοσχέδιες –από κουρελάκια και ξυλάκια- κούκλες της. Από νεαρή  ηλικία είχε αποφασίσει ότι θα ασχολιόταν με τον καλλιτεχνικό χώρο. Η εφηβεία της τη βρίσκει στην Αθήνα, στην οδό Ξενοκράτους, με την επιθυμία της να γίνει ηθοποιός να φουντώνει μέσα της. Εξομολογήθηκε στη μητέρα της το όνειρό της κι εκείνη αντέδρασε. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, για τις οποίες αργότερα μετάνιωσαν. Όμως την Ειρήνη, που είχε πια μεγαλώσει, τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Από την ηλικία των 15  ξεκίνησε να εργάζεται ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Στη συνέχεια παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με καθηγητές τον Δ. Ροντήρη, τον Γ. Γληνό, τον Π. Κατσέλη, τον Σ.Καραντινό.

Σε νεανική ηλικία παντρεύεται τον ηθοποιό και μετέπειτα θεατρικό συγγραφέα, Άλκη Παπά και, παρόλο που ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ (1943-1947), διατήρησε το επίθετό του με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστή. Ήταν ο τελευταίος χρόνος της στη σχολή,  όταν ο Αλέκος Σακελλάριος την είδε να παίζει στον «Μάκβεθ» και της ζήτησε να βγει στην επιθεώρηση. Παρά το ότι ήταν του «Εθνικού» και μιας αλλης θεατρικής παιδείας,  δεν δίστασε να το τολμήσει! Έτσι η πρώτη της εμφάνιση στο σανίδι έγινε το 1948 στο έργο  του «Άνθρωποι, άνθρωποι» (νούμερο «Μεγάλες γνωριμίες»).

Σε αυτή την ιστορία υπάρχει μία λεπτομέρεια: ο Σακελλάριος γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι δεν την είδε πρώτη φορά στη Σχολή της, αλλά στο Σύνταγμα να περπατά και την περιγράφει ως «ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που κινιόταν με μεγαλοπρέπεια και συνάμα απλότητα. Σαν να ζωντάνεψε μια Καρυάτιδα». Αυτός ο χαρακτηρισμός θα την ακολουθεί καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής της.

Θέατρο

Το ντεμπούτο της στο σανίδι το έκανε το 1948, σε ηλικία 22 ετών,  στο θέατρο «Μετροπόλιταν» με το έργο του Αλέκου Σακελλάριου «Άνθρωποι , άνθρωποι»  και το νούμερο «Μεγάλες προσδοκίες». Συνεργάστηκε, έως το 1951, με την Μαρίκα Κοτοπούλη  σε έργα κλασικού ρεπερτορίου («Τα βρώμικα χέρια», «Η Άννα των χιλίων ημερών», «Ο έρως αγρυπνεί» κ.α.). Με τον θίασο των Κρινιώ Παπά-Σπύρου Μουσούρη έπαιξε ελληνικό ρεπερτόριο, έως το 1958: «Ηλιογέννητη» του Ν.Περγιάλη, «Χερουβείμ» του Γρ.Ξενόπουλου κ.α. Στη συνέχεια εντάσσεται στο «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη και τη σαιζόν 1958-1959 περιοδεύει με τα έργα «Βασίλισσα Αμαλία», «Ο ηλίθιος», «Ο έμπορος της Βενετίας». Με τον ρόλο της Μαγδαληνής  στο έργο του Σπ.Μελά «Ιούδας», το 1959,  στο θίασο του Νίκου Χατζίσκου  ολοκληρώνει την πρώτη της θεατρική περίοδο  στην Ελλάδα. Έκτοτε αφοσιώνεται κυρίως στον κινηματογράφο. Η θεατρική της δραστηριότητα, στα επόμενα χρόνια, αναπτύσσεται κατά κανόνα στο εξωτερικό, και κατά διαστήματα στην Ελλάδα.

Πρωτοπάτησε στη σκηνή του Μπροντγουαίη  το 1967 με το έργο «Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνο το φθινόπωρο» στο πλευρό του Γιον Βόιντ (του πατέρα της Αντζελίνα Τζολί) και δεν χρειάστηκε  πολύ για να γίνει σταρ. Αργότερα, και έχοντας ήδη γνωρίσει τον Μιχάλη Κακογιάννη, τη συναντάμε να ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη (1968) και την Αγαύη στις «Βάκχες» (1980) και τα δύο  στο θέατρο Circle in the Square της Νέας Υόρκης, με τη σκηνοθετική υπογραφή του. Στο ίδιο θέατρο είχε ερμηνεύσει και τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη (1972). Για την ερμηνεία της στις «Βάκχες» ο Ντάγκλας Γουάτ στη NewYork Daily News έγραψε: «Η Ειρήνη Παπά αξιαγάπητη και με την ερμηνείας της πήρε το κοινό στην παλάμη του χεριού της. Η δύναμη της φωνής της, η ομορφιά και ο δυναμισμός της μας έκαναν να κατανοήσουμε το μέγεθος του Ευριπίδη».

Μεγάλη καριέρα  έκανε και στην Ιταλία πρωταγωνιστώντας σε παραστάσεις  όπως «Μήδεια» στο «Teatro Olimpico» της Βιτσέντσα σε σκηνοθεσία Μαουρίτσιο Σκαπάρο (1978), «Stabat Mater» στο θέατρο «San Carlo» της Νάπολης (1985) και «Θεοδώρα», δραματικός μονόλογος γραμμένος από την ίδια που παίχτηκε πρώτα στη Νάπολι (1980) και στη συνέχεια σε Γαλλία και Βέλγιο (1982).  Στη Λισαβώνα τη «Θεοδώρα»  σκηνοθέτησε ο Μ.Κακογιάννης με τη σύμπραξη του Δ.Παπαϊωάννου και σε μουσική Β.Παπαθανασίου  (1994). Την «Μηδεια» επανέλαβε και στην Πολιτιστική  Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, σε σκηνοθεσία Νούριας Έσπερ (1992).

Η είσοδος  της Ειρήνης Παπά  στο Ηρώδειο έγινε το 1979,  με το ρόλο της Κλεοπάτρας, στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.  Μια παράσταση για την οποία  υπήρξαν αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά του Χορν που ζητούσε να αποκλειστεί  η Παπά από τη διανομή διότι δεν την θεωρούσε καλή ηθοποιό. Μετά τη γενική δοκιμή ο σκηνοθέτης Μάουρο Μπολονίνι, σε επιστολή του προς την Ειρήνη Παπά έγραφε, μεταξύ άλλων: «Χτες το βράδυ σε είδα για πρώτη φορά.  Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ηθοποιός που να έχει το δικό σου κύρος, το δικό σου εύρος, την ομορφιά σου, το παράστημά σου και το μυστήριο και την αγωνία της ευαισθησίας σου». Ντυμένη στα μαύρα και ξυπόλητη ως «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή πάτησε την ορχήστρα της  Επιδαύρου, με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου σε σκηνοθεσία Μ.Κακογιάννη (1983).

Από τις  θεατρικές εμφανίσεις της στη χώρα μας υπήρξε η συμμετοχή της στις εκδηλώσεις χιλιετίας Πάτμου με την «Αποκάλυψη» του Γ.Χειμωνά, κείμενο εμπνευσμένο από την «Αποκάλυψη του Ιωάννη» (1995).  Την «Αποκάλυψη υπ’ αριθ. 2», επίσης του Γιώργου Χειμωνά, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά και σκηνικά Γιόκο Όνο παρουσίασε στο αρχαίο Ρωμαϊκό Θέατρο Sagunto της  Βαλένθια(1998). Στον «Οιδίποδα» στην Ταορμίνα είχε στο πλευρό της τον Τζιόρτζιο Albertacci (2002).

Η αγάπη και ο σεβασμός της ηθοποιού για το αρχαίο δράμα ήταν μεγάλη. Οταν πριν από μία δεκαετία  αποφάσισε να σταματήσει να ερμηνεύει τραγικούς ρόλους, δήλωσε σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Αβενίρε» της Ρώμης: «Αποφάσισα ότι δε θα παίξω πια, διότι η τραγωδία συνεπάγεται μια τεράστια ευθύνη. Και ο φόβος ότι θα μπορούσα να μην ανταπεξέλθω, θα με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα».

Κράτησε τη σκηνοθετική μπαγκέτα  στις «Τρωάδες» που παίχτηκαν στην Ισπανία και τη Ρώμη (2003). Παρουσίασε «Τρωάδες» και «Εκάβη» συγχρόνως στην ίδια σκηνή στη Ρώμη, τη μία στην ελληνική γλώσσα και την άλλη στην ιταλική, σε σκηνοθεσία της ιδίας, μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου, σκηνικά του Σαντιάγο Καλατράβα και κοστούμια της Μαρίας Καρέλλα (2003). Τα έργα παίχτηκαν σε θέατρο το οποίο εμπνεύστηκε ο έλληνας αρχιτέκτων Μάνος Περράκης,  στο οποίο οι θεατές μετακινούνταν καθιστοί (κινούμενο θέατρο). Τέλος, υπέγραψε τα σκηνικά  στην «Αντιγόνη» στην παράσταση  στις Συρρακούσες, σε κουστούμια της Σ.Κοκοσαλάκη (2005).

Κινηματογράφος

Από νωρίς την απορρόφησε ο κινηματογράφος, ο οποίος στην εξαίσια μορφή, τη βαθιά φωνή και το παράστημά της βρήκε μια ιδανική ελληνική έκφανση του ωραίου. Τρεις από τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε προτάθηκαν για  Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με την γαλλόφωνη «Ζ» του Κώστα Γαβρά (1969) όπου  η Ειρήνη Παππά υποδυόταν το ρόλο της Ελένης, της χήρας του Βουλευτή, να το κατακτά. Η ταινία τιμήθηκε  με άλλο ένα Όσκαρ (μοντάζ), Χρυσή Σφαίρα και  δύο βραβεία στις Κάννες. Υποψήφιες υπήρξαν ακόμη  δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στην μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών,  με την ίδια να πλάθει  στο πανί δύο μορφές συνταρακτικής λιτότητας και παρουσίας: συγκλονιστική «Ηλέκτρα»  στο ομώνυμο φιλμ (1962) και καθηλωτική Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια» (1977), σε σκηνοθεσία (και οι δύο) του Μιχάλη Κακογιάννη. Στον Μ. Κακογιάννη όφειλε  πολλά, πολλές φορές τη σκηνοθέτησε, την παρότρυνε, στηρίχθηκε πάνω του. Με την «Ηλέκτρα» μπήκαν τα θεμέλια της σχέσης τους που κράτησε μια ζωή κι ήταν, εκτός από επαγγελματική, φιλική, σχεδόν αδελφική.

Η  κινηματογραφική μεταφορά της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη, με  τους  Γιάννη Φέρτη, Αλέκα Κατσέλη και Μάνο Κατράκη στο πλευρό της Παπά, κέρδισε συνολικά 24 βραβεία και τιμητικές  διακρίσεις, ανάμεσά τους και τα βραβεία καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς και ηχητικής επένδυσης στο Φεστιβάλ των Καννών (1962) και βραβείο «αργυρής δάφνης» Φεστιβάλ Βερολίνου (1962). Η «Ιφιγένεια» υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας (1978), την ίδια χρονιά συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ κέρδισε το βραβείο Femina καλύτερης ξένης ταινίας του Βελγίου.  Με τον Μ. Κακογιάννη συνεργάστηκαν και στις «Τρωάδες» (1971), με την Ειρήνη Παπά υπέροχη  στο ρόλο της Ωραίας Ελένης, μιας γυναίκας δυνατής κι επινοητικής όπως την είδε ο σκηνοθέτης. Μάλιστα  η Παπά δυσκολεύτηκε στα γυρίσματα λόγω του ότι το σενάριο προέβλεπε  μία τολμηρή εμφάνιση: ο ρόλος της απαιτούσε  να εμφανιστεί γυμνή μέσα από τις μπάρες της φυλακής, όπου υποτίθεται ότι την είχαν κλεισμένη οι Έλληνες.

Η Ειρήνη Παπά είχε πάρει μέρος σε περισσότερες από  80 ταινίες, με γυρίσματα σε όλο τον κόσμο (Χόλιγουντ, Τσινετσιτά, Αυστραλία, Πορτογαλία,  Γιουγκοσλαβία, Λίβανος, Μαρόκο, Βραζιλία, κ.α.) έχοντας στο πλευρό της συμπρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων, τους Μάρλον Μπράντο, Ιβ Μοντάν, Άντονι Κουίν,  Γκρέγκορι Πεκ, Τζέιμς Κάγκνεϊ.  Ήταν η αφοπλιστική Χήρα στον «Αλέξη Ζορμπά» (1964),  παρά το ότι δυσκόλεψε τον σκηνοθέτη, ιδιαίτερα στην ερωτική σκηνή  γιατί «η Ειρήνη…. δεν είχε τη σιγουριά της ωραίας γυναίκας και ντρεπόταν»  όπως αναφέρει ο ίδιος  ο Μιχάλης Κακογιάννης στη βιογραφία του,  «Σε πρώτο πλάνο». Με τον Άντονι Κουίν, πέρα από τον «Ζορμπά», η Ειρήνη Παπά συνεργάστηκε  σε επτά, συνολικά,  ταινίες, με κορυφαία  την  αξέχαστη υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ «Τα κανόνια του Ναβρόνε», όπου ενσαρκώνει το ρόλο της αγωνίστριας Μαρίας Παπαδήμου (1961).  Επίσης στις: «Αττίλας» (1954), «A Dream of Kings» (1969), «El asesinato de Julio Cesar» (1972), «Το μήνυμα» (1976) και «Το λιοντάρι της ερήμου» (1981).  Στην «Άννα των χιλιών ημερών»  ως Βασίλισσα Αικατερίνη της Αραγονίας αντιμετώπισε τον Ερρίκο τον 8ο του Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Άννα Μπολέιν της Ζενεβιέβ Μπιζόλντ με  στιβαρότητα στη φωνή και αποφασιστικότητα  στο βλέμμα (1969).

Τηλεόραση και Μουσική

Στο εξωτερικό ασχολήθηκε και με την τηλεόραση, παίζοντας σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές, ανάμεσά τους  «Οδύσσεια» στο ρόλο της Πηνελόπης σε σκηνοθεσία του Ντ.Ντε Λαουρέντις (1969) και «Ιακώβ» σε σκηνοθεσία Πήτερ Χωλ (1994). Το 1997 έπαιξε για δεύτερη φορά σε τηλεοπτική μεταφορά της «Οδύσσειας»  ως Αντίκλεια με σκηνοθέτη τον Α.Κοντσαλόφσκι. Μερικές από τις τηλεοπτικές σειρές  που πρωταγωνίστησε: «Shortcuts» (2002), «Amore Rubato» (1993), «Ispettore  Anticrimine»  (1992), «Les cavatiers aux yeuxverts» (1990), «Le banquet» (1989), «Oceano» (1989), «A mala de Cartao» (1988), «Melvin son of Alvin»  (1994), «All’ ombra della grande qquercia» (1984),

Προικισμένη με ωραία φωνή, το 1972 εμφανίζεται στο πλευρό του μεγάλου και βραβευμένου με  Όσκαρ Έλληνα συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, με τον οποίο υπήρξαν φίλοι έως το τέλος του βίου της. Συμμετέχει στον τελευταίο δίσκο του μουσικού συγκροτήματος «Aphrodite’s Child» που είχε φτιάξει (ο Παπαθανασίου) μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο, το «666»,  και τα μουσικά του θέματα ήταν βασισμένα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ηχογράφησε, πάλι με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου,  δημοτικά τραγούδια («Ωδές», 1978) και βυζαντινούς ύμνους  («Ραψωδίες», 1986) σε διασκευή δική του. Ερμήνευσε  επίσης τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη την περίοδο της Δικτατορίας σε ιταλικά στούντιο, «Ειρήνη Παπά – Σε ένδεκα τραγουδια» (1968, 1969). Τέλος, συμμετείχε στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Γιάννη Μαρκόπουλου (1977), στο δίσκο του Demis Roussos, «Demis» (1982), καθώς και στο σάουντρακ της ταινίας «Και το τρένο πάει στον ουρανό» του Τάσου Καρακατσάνη (2001).

Το Σχολείον

Ένα όνειρο ζωής της Ειρήνης Παπά, το θέατρο «Σχολείον», στον αριθμό 52 επί της Πειραιώς, αμέσως μετά τη γέφυρα του Κηφισού, έμεινε «όνειρο»  όσον αφορά στην ολοκλήρωσή του.  Ενα τετράγωνο 7,5 στρεμμάτων καταλαμβάνει το συγκρότημα, που τώρα έχει περάσει στο Εθνικό Θέατρο (έως το 2027). Η ίδια είχε βρει τον χώρο εκεί γύρω στο 1990, τον αγάπησε πολύ και η ανάπλασή του έμελλε να γίνει σκοπός της ζωής της -για να στεγάσει εκεί ένα «Σχολείο» θεάτρου. Χρηματοδότησε  την μελέτη του  και μέρος των εργασιών στην αρχή (δαπανώντας  το μεγαλύτερο μέρος  της περιουσία της), ενώ  το Δημόσιο αναλάμβανε τα πρώτα μεγάλα έργα ανάπλασης του χώρου. Προσπάθησε, έτρεξε, κυνήγησε, έκανε ό,τι μπορούσε για τελειώσει.  Για πολλά χρόνια έμεινε κλειστό. Σήμερα «Το Σχολείον», αν και λειτουργεί,  παραμένει  ημιτελές  και μακριά από το όραμα της δημιουργού κι εμπνεύστριάς του.

Πηγή: thepresident.gr